Το «γραφείο» μου το φετινό καλοκαίρι ήταν κινούμενο και ανοιχτό. Για καρέκλα είχα είτε ένα ξύλινο παγκάκι, είτε μια τεράστια πέτρα αφού μου επέτρεπε να ακουμπώ τον υπολογιστή πάνω στο τσιμεντένιο τραπεζάκι που βρισκόταν μπροστά της. Οι μόνοι ήχοι που ακούγονταν ήταν τα τζιτζίκια, το κελάηδισμα των πουλιών και το θρόισμα από τα φύλλα των δέντρων. Κάποιες φορές, μόνο το δροσερό αεράκι τραγουδούσε και αυτή η υπέροχη ησυχία δίνει τεράστια καθαρότητα και ενέργεια. Μεγάλη πολυτέλεια… το παραδέχομαι. Μετά από χρόνια σε ένα πολύβουο περιβάλλον –αρκετοί αναρωτιούνται πως μπορούν οι δημοσιογράφοι και συγκεντρώνονται να γράψουν όταν γύρω τους γίνεται ένας χαμός- πήγα στο άλλο άκρο.
Θα έλεγε κανείς ότι πρόκειται για μια περίεργη επιλογή, μετά από δυο χρόνια καραντίνας. Τώρα που το σκέφτομαι, αυτό που με ενόχλησε περισσότερο στη καραντίνα ήταν το μέσα και κυρίως ο περιορισμός της ελευθερίας της επιλογής. Μέγα θέμα το τι επιλέγουμε ή δεν επιλέγουμε ή νομίζουμε πως επιλέξαμε αλλά δεν ήταν έτσι…. Είτε αφορά τη προσωπική ή τη κοινωνική και εργασιακή μας ζωή, υπάρχουν πάντα τα συν και τα πλην σε κάθε κατάσταση. Το πεδίο είναι ζόρικο όταν μας επιβάλλονται καταστάσεις. Και η καραντίνα δεν είναι το μόνο παράδειγμα. Απλώς ήταν το πιο έντονο και μαζικό. Όταν πριν εννέα χρόνια η εφημερίδα που εργαζόμουν έκλεισε μέσα σε μια εβδομάδα και έμεινα χωρίς απασχόληση και με αρκετά χρωστούμενα από τους εργοδότες, ένιωσα ότι μου είχε επιβληθεί μια κατάσταση άνευ επιλογής και το σοκ ήταν μεγάλο.
Κοιτώντας πίσω τώρα και παρατηρώντας την διαδρομή μου, μοιάζει με αυτό το γρήγορο τρενάκι