Ο θλιμμένος ψίθυρος του πλάτανου
Όλα θα φανούν. Και περισσότερο η αγάπη…
“Είμαι εδώ περίπου 200 χρόνια. Σε θυμάμαι μικρή να παίζεις και να γελάς κάτω από την δροσερή σκιά μου. Θυμάμαι και την μαμά σου πριν από σένα να κάνει το ίδιο και την γιαγιά σου να με κοιτάζει και να χαλαρώνει έγκυος στα παιδιά της. Θυμάμαι τον Γιώργη να κάθεται στο πεζούλι δίπλα μου και να δροσίζεται κάθε Δευτέρα μεσημέρι μετά την αγορά και σένα να του πηγαίνεις το πιάτο με το φαγητό που σου έδινε η γιαγιά σου καθότι φτωχός και μόνος. Θυμάμαι γελούσα με τα αστεία πειράγματα του παππού σου στα αδέλφια του που είχαν έρθει για διακοπές από το εξωτερικό τα απογεύματα του Αυγούστου. Γελούσα και με τα παιχνίδια που κάνατε με το γάργαρο νερό της πηγής του Άγιου Μάμα. Θυμάμαι τον θαυμασμό των ξένων επισκεπτών για μένα και τα αδέλφια μου και δεν θα ξεχάσω πόσο θυμωμένη ήσουν όταν έκοψαν δυο από εμάς για να φτιάξουν, όπως έλεγαν, ένα ξενοδοχείο που τελικά ποτέ δεν έγινε ξενοδοχείο. Και θυμάμαι πόσο ενθουσιώδης ήταν ο κυρ Αποστόλης για εμάς και τα καθαρά νερά, τόσο που αποφάσισε εδώ παραδίπλα να φτιάξει ένα ιχθυοτροφείο πέστροφας που σήμερα το ξέρουν τόσοι πολλοί! Θυμάμαι τις γιορτές του κόσμου κάθε φθινόπωρο κάτω από τα κλαδιά μου με τα υπέροχα πορτοκαλί φύλλα μου και ακόμα πιο παλιά τα πανηγύρια του Ιουλίου με τα παραδοσιακά τραγούδια, τις γουρουνοπούλες, τα αυτοσχέδια καρουσέλ και τα ζώα.
Αχ… τι να πρωτοθυμηθώ… Και τώρα, σε βλέπω να κλαις που πέθαναν άλλα δυο από τα αδέρφια μου. Σε βλέπω να στεναχωριέσαι που σε λίγο δεν θα υπάρχω ούτε εγώ. Και απελπίζεσαι και ανησυχείς για την μοίρα των υπόλοιπων αδελφών μου. Γιατί είναι αλήθεια πως αρρωστήσαμε βαριά και για την αρρώστια αυτή δεν υπάρχει φάρμακο. Είναι ένας μύκητας λένε που δεν αντιμετωπίζεται με φάρμακα. Και εγώ αυτό που θέλω να σου πω είναι να μην κλαις αλλά να μιλάς για εμάς. Να πεις την ιστορία μας, μήπως και παρακινηθούν οι άνθρωποι και αγαπήσουν τα δέντρα. Γιατί τα αδέλφια μου είναι ανίσχυρα πια. Χρειαζόμαστε την βοήθεια των ανθρώπων και περισσότερο απ΄όλα, την αγάπη σας.
Η αδιαφορία μας πληγώνει περισσότερο. Σαν να ξεχάσατε όλα όσα ζήσατε κάτω από την δροσιά μας. Σαν να μην υπήρξαμε ποτέ στις χαρές, στις λύπες, στα πανηγύρια, την κούραση και την μοναξιά σας. Σαν να γυρνάτε την πλάτη στην σοφία και την προστασία μας. Σαν λείψουμε, θα ναι πια αργά… Αλλαγές μεγάλες έρχονται. Ποιος είναι έτοιμος; Ποιος δεν είναι; Όλα θα φανούν. Και περισσότερο η αγάπη. Ποιος την έχει για το σπίτι του που δεν είναι άλλο από την Γη. Ποιος θα ξυπνήσει και θα σταματήσει να κλείνει τα μάτια στις αλήθειες που αναδύονται μπροστά του; Και τι θα κάνει;
Εγώ θα επιστρέψω στην μητέρα Γη πια και θα σου στέλνω από εκεί την αγάπη μου. Εύχομαι να σωθούν τα αδέρφια μου που έχουν δει τόσα και τόσα στους αιώνες που ζουν, για να δουν άλλα τόσα, μα πιο πολύ για να συνεχίσουν να σας δίνουν την αγάπη τους απλόχερα».
Υ.Σ. από την Άννα
Δεν ξέρω τι είναι χειρότερο τελικά. Οι φωτιές; Οι μύκητες; Ή η αδιαφορία μας για τον φυσικό μας πλούτο; Ως πότε θα τον θεωρούμε δεδομένο; Ως πότε θα λειτουργούμε ασύνδετοι από αυτόν; Ως πότε θα συμπεριφερόμαστε σαν να είναι αλλουνού; Ως πότε θα περιμένουμε οι άλλοι να δράσουν (εν προκειμένω οι δημόσιες υπηρεσίες που ποτέ δεν φημίζονταν για την άμεση δράση τους); Ως πότε θα αποφεύγουμε την αλλαγή στάσης και σκέψης; Ως πότε θα ξεχνάμε οτι πίσω από εμάς έρχονται τα παιδιά μας; Ως πότε;
Η αναδημοσίευση φωτογραφιών και κειμένων του blog, επιτρέπεται μόνο έπειτα από άδεια του annastories.gr