ΛΕΞΕΙΣ

Στο χωριό του Άγιου Βασίλη

-Έλα! Σήκω! Θα αργήσουμε….

Φοράω ακόμα τις πιτζάμες και δεν είμαι σίγουρη αν ονειρεύομαι ή όχι.

-Βάλε τις παντόφλες σου και πάμε!

-Έτσι θα έρθω;

-Δεν πειράζει.

Υπακούω και ανεβαίνω στο έλκηθρο. Κάθομαι και εκείνο υψώνεται στον ουρανό και φεύγει με μεγάλη ταχύτητα. Ο Κάϊ μου δίνει μια κουβέρτα. Ευτυχώς! Δεν κατάλαβα για πότε φτάσαμε στον Βόρειο Πόλο. Το έλκηθρο προσγειώνεται στο χιόνι και ο Κάϊ με πηγαίνει γρήγορα μέσα σε ένα ξύλινο σπιτάκι. Μου δίνει ζεστά ρούχα και μου λέει ότι θα περιμένει έξω. Κοιτάζω τα ρούχα. Για Βόρειος Πόλος μια χαρά μέσα στην μόδα είναι! 

Φοράω ένα ισοθερμικό ροζ κολάν, μια ισοθερμική ροζ μπλούζα, μπεζ γούνινες μπότες, γάντια και μια μπεζ μακριά γούνα. Βάζω και την κουκούλα και βγαίνω έξω. Βλέπω τον Κάι να με περιμένει πάνω σε ένα άλλο έλκηθρο που το οδηγούν τώρα όχι τάρανδοι αλλά 12 πανέμορφα σκυλιά χάσκι. Ανεβαίνω και το έλκηθρο φεύγει με φόρα. Γλιστρά απαλά πάνω στο λευκό χιόνι. Περνάμε μπροστά από το χωριό του Άγιου Βασίλη. Βλέπω πολλά μικρά ξύλινα σπιτάκια, το ένα δίπλα στο άλλο, τα παράθυρα είναι φωτεινά και από τα ξύλινα παντζούρια κρέμονται πολλά μικρά κουδουνάκια παράγοντας μια παραμυθένια μουσική όσο τα κουνά ελαφρά ο αέρας. Από μέσα ακούγονται χαρούμενες φωνές και τραγούδια.

Εύκολα καταλαβαίνει κανείς ότι υπάρχει μεγάλη δραστηριότητα αλλά και χαρά στο χωριό του Άγιου Βασίλη. Εξάλλου, αυτές τις μέρες έχει πάντα πολλή δουλειά! Το έλκηθρο μπαίνει μέσα στο δάσος. Τα δέντρα είναι ψηλά και γεμάτα χιόνι. Λαμπυρίζουν κάτω από το φως του ουρανού. Δεν είναι ούτε νύχτα, ούτε μέρα. Το Βόρειο Σέλας έχει μετατρέψει τον ουρανό σε καμβά γεμάτο με υπέροχα χρώματα. Έχει πολλή ησυχία. Χιονίζει.

Καθώς πέφτουν οι χιονονιφάδες συνειδητοποιώ πως κάθε φορά που χιονίζει πάντα έχει μια παράξενη ησυχία. Μια γαλήνη. Μάλλον απόκοσμη θα έλεγα… Είναι σαν να σταματά η φύση τα πάντα για να ακούσει. Οι χιονονιφάδες είναι ανάλαφρες, κατάλευκες και πανέμορφες. Τόσο διαφορετικές μεταξύ τους… Μοιάζουν να χορεύουν. Σε αναγκάζουν να σταματήσεις για να ακούσεις. Τι άραγε;

Τις σκέψεις μου διακόπτει η φωνή του Κάι. Δίνει εντολή στα σκυλιά να σταματήσουν. Έχουμε φτάσει στο σπίτι του Άγιου Βασίλη! Είναι ξύλινο με σοφίτα. Κατεβαίνω από το έλκηθρο και διστάζω λίγο.

-Πήγαινε! Μου λέει γλυκά ο Κάι και γυρίζοντας να τον κοιτάξω, βλέπω μια φάτσα τόσο γλυκιά και παιχνιδιάρα. Τόση ώρα δεν είχα παρατηρήσει ότι ήταν ξωτικό. Με πιάνουν τα γέλια και πηγαίνω προς την πόρτα. Πριν χτυπήσω το κουδούνι ανοίγει η γυναίκα του ΄Άγιου Βασίλη, η κυρία Βασιλική. Με αγκαλιάζει και με βάζει μέσα στο σπίτι. Μου δίνει κάτι λευκά γούνινα παντοφλάκια και παίρνει την γούνα και τις μπότες. Με οδηγεί προς το γραφείο του Άγιου Βασίλη και μου κάνει νόημα να μπω μέσα.

Χτυπώ την πόρτα και ακούω από μέσα: «Ναι!»

Νιώθω σαν μικρό παιδάκι που κάθεται δίπλα στο τζάκι το βράδυ της Πρωτοχρονιάς και περιμένει μήπως και πετύχει τον Άγιο Βασίλη να κατεβαίνει από την καμινάδα για να αφήσει το δώρο. Μπαίνω και βλέπω τον Άγιο Βασίλη να κάθεται στο παλιό ξύλινο γραφείο του, να γελά, να λούζεται από λευκό φως και να μου κάνει νεύμα να πάω κοντά του για να καθίσω στην μεγάλη αναπαυτική πολυθρόνα που βρίσκεται μπροστά στο γραφείο. Είμαι ανάλαφρη σαν μια χιονονιφάδα!

-Καλώς ήρθες Άννα!

-Καλώς σε βρήκα Άγιε Βασίλη!

-Σε περίμενα! Ήσουν έτοιμη από καιρό να έρθεις εδώ.

-Αλήθεια;

-Ναι

-Χαίρομαι τόσο πολύ που βρίσκομαι εδώ!

-Ήρθες γιατί πιστεύεις ότι υπάρχω.

-Φυσικά και υπάρχεις!

-Ξέρεις, δεν το πιστεύουν οι περισσότεροι. Κυρίως οι μεγάλοι. Έχουν ξεχάσει πως είναι να είσαι παιδί. Μα αυτό που με θλίβει πιο πολύ είναι ότι από τις πολλές σκοτούρες, τις δυσκολίες και τα οικονομικά προβλήματα, λένε στα παιδιά τους από πολύ νωρίς ότι δεν υπάρχω. Ίσως γιατί δεν μπορούν να πάρουν στα παιδιά το δώρο που ζητούν. Έχουν συνδέσει την ημέρα μου με υλικά πράγματα. Ξεχνούν ότι εγώ τα περισσότερα δώρα που φέρνω δεν είναι υλικά. Αυτό που φέρνω είναι η πίστη στο καλό. Η πίστη στο ότι αυτό που θέλεις, όταν το ζητάς με αγάπη και χαρά, θα έρθει κοντά σου. Και όσο πιο πολλή αγάπη βάζεις, τόσο πιο γρήγορα θα έρθει. Και τόσο πιο ωραίο θα είναι!

Τον κοιτάζω συγκινημένη και θυμάμαι πως όταν ήμουν μικρή πραγματικά δεν είχε σημασία τι δώρο θα μου έφερνε ο Άγιος Βασίλης. Η χαρά η μεγαλύτερη είχε να κάνει με το ότι ερχόταν κάτι για μένα με αγάπη. Κι ας ήταν μια σοκολάτα και λίγο χαρτζιλίκι.

Ο Άγιος Βασίλης, σαν να διαβάζει την σκέψη μου, ανοίγει το συρτάρι του και βγάζει ένα πράσινο κουτί με μια χρυσή κορδέλα.

-Αυτό είναι για σένα!

-Για μένα;

-Ναι! Μιας και ήρθες μέχρι εδώ καλύτερα να σου το δώσω τώρα.

-Ευχαριστώ Άγιε Βασίλη!

Η καρδιά μου ανοίγει και γεμίζει ευγνωμοσύνη. Γεμίζει αγάπη, χαρά. Με μια λέξη, πληρότητα.

-Και εγώ σε ευχαριστώ Άννα για την αγάπη σου και την πίστη σου σε μένα. Είσαι πάντα ευπρόσδεκτη στο χωριό και το σπιτικό μου.

Από το παράθυρο ακούω τα κουδουνάκια από τα χάσκι. Καταλαβαίνω πως είναι η ώρα να επιστρέψω. Σηκώνομαι και ο Άγιος Βασίλης με συνοδεύει μέχρι την πόρτα του γραφείου του. Σκέφτομαι ότι είναι στ’ αλήθεια σαν τον Άγιο Βασίλη εκείνης της διαφήμισης γνωστού αναψυκτικού, με τα άσπρα γένια, ψηλός, με κοιλίτσα, κόκκινα μαγουλάκια και στρογγυλά γυαλιά. Τόσο γλυκός! Κάνουμε μια μεγάλη αγκαλιά και φεύγω. Μέσα μου, όμως, ξέρω ότι θα ξαναέρθω.

Η κυρία Βασιλική μου δίνει να φορέσω τις μπότες και την γούνα και ένα πακέτο με μπισκοτάκια για τον δρόμο. Την αγκαλιάζω και εκείνη και πάω να βρω τον Κάι.

Με περιμένει, παίζοντας με τα σκυλιά.

-Να σε ρωτήσω κάτι Κάι;

-Παρακαλώ

-Μα καλά, δεν κρυώνεις;

Εκείνος ξεσπά σε γέλια

-Όλοι την ίδια ερώτηση μου κάνετε! Κοίτα να σου πω. Αυτό το πλεκτό καλσόν με τις κόκκινες και τις άσπρες ρίγες το έχει πλέξει η κυρία Βασιλική με μαγικό μάλλινο νήμα που κρατά το κρύο μακριά! Έχει πλέξει ρούχα για όλα τα ξωτικά εδώ στο χωριό.

-Αχ να είχα και εγώ ένα! Σκέφτομαι από μέσα μου.

-Που ξέρεις; Μπορεί να στο φέρει δώρο ο Άγιος Βασίλης, απαντά ο Κάι.

Κοιτάζω το πράσινο κουτί που μου δώρισε ο Άγιος Βασίλης. Δεν θα το ανοίξω τώρα όσο και αν το θέλω. Θα περιμένω μέχρι το βράδυ της Πρωτοχρονιάς.

Ανεβαίνω στο έλκυθρο και φεύγουμε. Ο Κάι τραγουδά. Δεν ξέρω σε τι γλώσσα αλλά του κάνω παρέα όπως μπορώ.

Στα επόμενα δυο λεπτά, ακούω:

-Μα καλά δεν πάγωσες στον καναπέ χωρίς κουβέρτα;

-Πότε έφτασα κιόλας;

-Από που;

-Κοιτώ τον Θάνο λίγο παράξενα.

-Αυτό που το βρήκες;

Μου δείχνει ένα πράσινο κουτί με χρυσή κορδέλα.

-Είναι το δώρο μου για την Πρωτοχρονιά

-Από τώρα;

-Φέτος το πήρα διπλό και λίγο νωρίτερα. Θα στα πω άλλη φορά!

Χρόνια Πολλά!

Της Άννας Ρέμπελου 

 

 

Creative Commons License Η αναδημοσίευση φωτογραφιών και κειμένων του blog, επιτρέπεται μόνο έπειτα από άδεια του annastories.gr